τετραγωνοπρόσωπα

τετραγωνοπρόσωπα
τετραγωνοπρόσωπος
square-faced
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετραγωνοπρόσωπος — ον, Α (για τις ενυδρίδες, τους κάστορες κ.ά. ζώα) αυτός τού οποίου το πρόσωπο έχει σχήμα τετραγώνου («ἐνύδριες... καὶ κάστορες καὶ ἄλλα θηρία τετραγωνοπρόσωπα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. στρογγυλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”